- θυαμάζομαι
- 1. θαυμάζω, εκπλήττομαι, παραξενεύομαι, διερωτώμαι, απορώ2. παροιμ. α) «θυαμάζεται τον κάβουρα που περπατάει πισόκωλα» — λέγεται για τον τεμπέλη που σπαταλάει άσκοπα τον χρόνο τουβ) «όπου δεν είδε κάστρο, είδε φούρνο και θυαμάστηκε» — λέγεται για απλοϊκούς ή αμαθείς ανθρώπους που θαυμάζουν ασήμαντα πράγματα.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θιάμα].
Dictionary of Greek. 2013.